υπευτρεπίζω

υπευτρεπίζω
Α
προετοιμάζω κάτι σιγά σιγά ή λίγο λίγο («κατασκευὴ τὴν ἀκολουθίαν ὑπευτρεπίζουσα», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + εὐτρεπίζω «παρασκευάζω, ετοιμάζω, τακτοποιώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”